top of page

ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Αποκριάτικα έθιμα  και τραγουδια Παρπαρια, Χιος
Αποκριάτικα έθιμα  και τραγουδια Χιος

Παραδοσιακά Αποκριάτικα έθιμα  και τραγουδια

Απόκριες ονομάζονται οι τρεις  εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή η' Κριατερη ή της Κρεοφάγου. Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας, για να προετοιμαστούν σιγά - σιγά για τη νηστεία της Σαρακοστής.

Η επόμενη είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής και ξεκινάει η νηστεία, η οποία διαρκεί 40 ημέρες. Οι χριστιανοί ονόμασαν την μέρα αυτή «Καθαρά Δευτέρα», γιατί με την έναρξη της νηστείας θεωρούσαν ότι ξεκίναγε η «κάθαρση» του σώματος και του πνεύματος. Τις μέρες αυτές γίνεται το έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας και του «μασκαρέματος», της μεταμφίεσης. Όπως συνηθιζόταν από τα πολύ παλιά χρόνια, της Αποκριες τα πειραγματα τα αστεια, τα γελια, και τα  γλέντια απογειώνονταν, την  Κριατερη  Κυριακή  μετα την εκκλησια αρχινουσαν οι κουδουνατοι.

  Οι νεαροι του  χωριου περιμεναν στην πλατεια της Λοτζας να περασουν  οι (λευτερες) οι ανυπανδρες κοπελιες του χωριου. Τοτε οι νεοι και νεες  ολοι μαζι πηγαιναν στην πλατεια  και αρχίζαν  το Διπλό χορο... παραδοσιακό αποκριάτικο γλέντι.. οπως και καθε μερα απο εκει και περα μεχρι καθαρα Δευτερα στα σπιτια...... Διπλός είναι ένα είδος χορού που χορεύεται σε ρυθμό πολύ αργό. Πιάνονται ο ένας με τον άλλο με τα χερια σταυρωτα δηλ. δεξι χερι του 1ου με αριστερο του 2ου και ου το καθ'εξης και σχηματίζουν κύκλο, στην  αρχη του διπλου ηταν οι τραγουδισταδες  αυτοι δηλαδη που τραγουδουσαν ωραια γνωριζαν τα λογια και μπορουσαν να  ταιριαξουν και στιχακια μονοι τους.  Αρχιζαν λοιπον να τραγουδουν οι τραγουδησταδες ενα-ενα στιχακι  και μετα το τραγουδουσαν ολοι οι  υπολοιποι.

 Αρχισε γλώσσα μ'  άρχισε

Διπλό, διπλό βρ’ αμάν αμάν, κι έρχοντ’ ελιές μεταραμάν

κι έρχονται και κρομμήδια, ως τη Λαμπρήν τα ίδια. 

Μπήκα σε, κι αμάν αμάν ! Μπήκα σ’ ένα χάλασμα,

κι είδα ένα θάμασμα. Μια κοιλιά χτυπάει την άλλη,

ποια να γίνει πιο μεγάλη.

Αφουγκραστείτε να σας πω  τι έπαθε μια χήρα,

το φουστανάκι τς  έχασε και μου ΄πε πως το πήρα.

Αν ίσως και το πήρα εγω ν’ αδικοθανατήσω,

να πέσω απάνω στα λάχανα, κι απάνω στα μαρούλια,

κι απ’ τα μουρούλια στον χαλβά, κι απ’ τον χαλβά στην πίττα,

να σπασω και τα δόντια μου, σε μια χλωρή μιτζήθρα

κι ας με ξυλοκρεμάσουνε, στου βαρελιού τον τίτλο.

Διπλος  χορος

Mέσα σ’ ώρεο περιβόλι δάφνη και μυρτιά μαλώνει

κι η μυρτιά, βρ’ αμάν αμάν, 

κι η μυρτιά ’λέγε της δάφνης...

 

Kι η μυρτιά ’λεγε της δάφνης: συ μου πήρες το κλωνάρι

Όχι μα τον αϊ Γιάννη, δε σου πήρα γω κλωνάρι

 

κι αν σου πήρα γω κλωνάρι, να με πάρει το ποτάμι

να με πάει τη δύση δύση κάτω στην Απεσσω Βρυση.

Παραδοσιακά Αποκριάτικα έθιμα  και τραγουδια Parparia Chios
Διπλος- Αποκριατικα Τραγουδια - Κα.Βαρβαρα Μητη
00:0000:00
Διπλος- Αποκριατικα Τραγουδια - Unknown Artist
00:0000:00

Κα. ΒΑΡΒΑΡΑ ΖΗΚΟΥ-ΜΙΤΗ

Διπλος- Αποκριατικα Τραγουδια
Κα. ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Κα. ΕΙΡΗΝΗ ΖΗΚΟΥ Αποκριατικα

Πολλες φορες μαλλον τις περισσοτερες  ο διπλος ηταν τρεις  κυκλους απο τον πολυ κοσμο. Εκει δεν ελειπαν και τα βρωμολογα τα αστεια τραγουδια  τα πειραγματα  και τα χωρατα-αστεια. Οποτε ερχονταν οι κουδουνατοι οι οποιοι πολες φορες εκαναν και χειρονομιες.

Οσο για τους ερωτευμενους περιμεναν πως και πως να πιασουν διπλα-διπλα στον διπλο για να σφιξουν ο ενας το χερι του αλλου. Και οι πιο ηλικιωμενοι  να καμαρωνουν τα παιδια και εγγονια. Υστερα εμπενε η τυρινη  εβδομαδα που δεν ετρωγε κανενας κρεας ολες οι νοικοκυρες εκαναν χερισια μακαρονια δηλαδη ζυμαρι που το επλαθαν μακαρονια τα εβραζαν και τα πασπαλιζαν με μπολικο τυρι και καυτο λαδι που ειχαν αφθονο στα σπιτια τους για να φανε οι οικογενειες τους.  Το ιδιο γινοτανε και την τυρινη Κυριακη απολειτουργα επιαναν το διπλο. Την καθαρη Δευτερα νωρις το πρωι εβγαιναν οι κουδουνατοι στολιζαν και τα γαιδουρια τους κουδουνατους  γινοτανε και οι ιδιοι και γυριζαν της γειτονιες του  χωριου.

Οι Κουδουνατοι  ειχαν κανει τις προετοιμασιες τους αλλος ηταν μαναβης αλλος ηταν ψαρας ο καθε ενας ητανε και κατι,  ντυνοντουσαν πολλοι αλλα μερικοι ηταν τοσο αστειοι που εμειναν στις μνημες ανθρωπων για παντα.  Ο Γιαννης ο Μπενετος ντυνοταν  Λιθομενουσης ψαρας σηκωνε τα μπαζακια απο το παντελονι στολιζε και τον γαιδαρο και πουλαγε σουλουβαρδους .... 

Ο Μιχαλης  Παπουλης (Μουζουρης ) εβγαζε κατι  φυτα λαγοπροζυμα τα ελεγαν (κυκλαμινα) φυτα που ειχανε πατατες  σαν παντζαρια στης  ριζες και τα εβαζε στα κοφινια απανω στον γαιδαρο και φωναζε.. μεγαααλη και χοντρηηηηη  την εχω....την πατατα.

Αλλος  πουλαγε και φωναζε φρεσκα αυγα, κοτες, πουλια και κλεμενους  κοκκορους .

Διπλος- Αποκριατικα Τραγουδια
Koudounatos Αποκριατικα Τραγουδια

Καποια χρονια ειχε ζυγο με αλετρο με δυο κουδουνατους στο ζυγο (αγελαδα-γαϊδαρος) δυσκολα τους ξεχωριζες απο την πολλη μουτζουρα κι'ενας στο αλετρο (Δημητρης Χειλας-Αχολιαστος) με αισχρολογα και αλλα τυπου ωχα-ωχα , οξω να κλπ.Υπηρχε δραγατης που επιανε τον Λιθομενουση και φωναζε με προφορα Λιθομενουσικη <<Τον επιασα στου Πουτου (Πουπου) κι' εκλεβγιε λεμονια μες το περοβολι>>. (Αλεκος Σικαλος δραγατης-Ηρακλης Ποταμουσης Λιθομενουσης)  καταμαυροι απο τις μουζαλιες και τσοκαρα-ξυλινα παπουτσια.

Υπηρχε νουμερο με δεσποτη Πετρος Λουρος (Σιδερης) με κοκκινη ρομπα , βουκεντρι για ραβδο , πεταλο  κρεμασμενο στο λαιμο για σταυρο που ευλογουσε με αισχρολογα και το μεγαλο δαχτυλο τους ... πιστους.

Apokries stin Parparia

Κάτω στο μαλαθρόκαμπο

 

Κάτω στο μαλαθρόκαμπο

δυό γριάδες εμαλώναν

 

Και η μια έλεγε της αλονής

“ Μωρή τον άντρα μου έχεις ”

 

“ Αν έχω εγώ τον άντρα σου

να κακοθανατήσω.

 

Να γκρεμιστώ απ΄τα λάχανα

να πέσω στα μαρούλια,

 

να σπάσω και τα δόντια μου

σε μια χλωρή μυζήθρα

 

και να μ’ αλυσοδέσουμε

με μια αρμάδα σύκα ”

      ΤΕΛΟΣ

******************************

 

Στην παραπάνω γειτονιά

 

Στην παραπάνω γειτονιά,

στην παραπάνω ρούσα ανάθεμα,

ανάθεμα την ώρα που σε μάθενα.

 

Εκεί κάθεται μιά γριά,

κάθεται κι ένας γέρος.

Ανάθεμα σας και τους δυό

την μοίρα και το ριζικό.

 

Έχουν ένα κακό σκυλί

κι ένα όμορφο κορίτσι.

Αμύγδαλα τσακίσματα

πάλι καινούργια πείσματα.

 

Χριστέ να παίθενε η γριά

να παίθενε κι ο γέρος,

Να σκότωνα και το σκυλί

να έπαιρνα το κορίτσι.

 

Στον ποταμό στα λίματα

που πλένουν τα κεντήματα.

 

 

      ΤΕΛΟΣ

 

******************************

 

 Η' MANA

ME TOYΣ ΕΝΝΙΑ ΤΟΥΣ ΓΥΙΟΥΣ

 

Μάνα με τους εννιά τους  γιους

και με τη μια σου κόρη, 

την κόρη τη μονάκριβη

την πολυαγαπημένη.

 

Την είχες δώδεκα χρονών

Κι’ ήλιος δε σου την είδε.

Στα σκοτεινά την έλουζε,

στ’ άφεγγα τη χτενίζει, 

στ’ άστρι και στον αυγερινό

έπλεκε τα μαλλιά της

.

Προξενητάδες ήρθανε

από τη Βαβυλώνα, 

να πάρουνε την Αρετή

πολύ μακριά στα ξένα.

 

Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε

κι ο Κωνσταντίνος θέλει.

 

Μάνα μου κι ας τη δώσουμε

την Αρετή στα ξένα.

Στα ξένα εκεί που περπατώ,

στα ξένα που πηγαίνω, 

αν πάμε εμείς στην ξενιτιά,

ξένοι να μην περνούμε.

 

Φρόνιμος είσαι Κωσταντή,

μ’ άσκημα απολογηθης.

Κι α’ μο `ρτει γιε μου θάνατος

κι α’ μο `ρτει γιε μου αρρώστια,

 αν τύχει πίκρα γη χαρά,

ποιος πάει να μου τη φέρει;

 

Βάλλω τον ουρανό κριτή

και τους Αγιούς μαρτύρους,

 αν τύχει κι έρτει θάνατος,

αν τύχει κι έρτει αρρώστια, 

αν τύχει πίκρα γη χαρά,

εγώ να σου τη φέρω.

 

Και σαν την επαντρέψανε

την Αρετή στα ξενα                             κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος

και μήνες οργισμένοι                      μηνυμα ειρτεν των παιδιων

στο πολεμεο κι’επηγαν ,  

 

 ολα η σφαιρα τα’φαεν

και το βαρυν κανονι                       κι’ εμειναν εις τη μανα των

τα βασανα κι’οι πονοι    

 

  Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε,

σ’ όλα μοιρολογιόταν, 

Στου Κωσταντίνου το μνημιό

ενέσπαν’ τα μαλλία της

 

Που εισαι Κωνσταντινε μου ,

που εισαι καλογυιε μου    

Το τάξιμο που μου `ταξες

πότε θα μου το κάμεις;

 

Τον ουρανό έβαλες κριτή

και τους Αγιούς μαρτύρους

αν τύχει πίκρα γη χαρά,

να πας να μου τη φέρεις".

                                                                Κι’απεθαμενος που’τανε

οι ορκοι ενικησαν. 

η γης αναταράχθηκε

και ο Κωνσταντής εβγήκε.

 

Κάνει το μνημα άλογο

τη πλακα σιλιβαρι

και το φεγγάρι συντροφιά

και πάει να τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του

και τα βουνά μπροστά του.

 

Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν

εξω στο φεγγαράκι.

Από μακριά την χαιρετά

κι από κοντά της λέγει:

 

Άιντε αδερφή να φύγουμε,

στη μάνα μας να πάμε.

Αλίμονο αδερφάκι μου

και τι είναι τούτη η ώρα;

Αν ίσως κι είναι για χαρά,

να στολιστώ και να `ρθω.

Έλα Αρετή στο σπίτι μας

κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.

 

Κοντολογίζει τ’ άλογο

και πίσω την καθίζει.

Στην στράτα που διαβαίνανε,

πουλάκια κελαηδούσαν, 

δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά,

μήτε σαν χελιδόνια,

 μον’ κελαηδούσαν κι έλεγαν

ανθρώπινη λαλιτσα                                                   

"Για δεστε κόρην εμορφη

που σέρνει απεθαμένος"!

Άκουσες Κωνσταντίνε μου

τι λένε τα πουλάκια;

 

Πουλάκια είν’ κι ας κελαηδούν,

πουλάκια είν’κι ας λένε.

 

Και παρακεί που πήγαιναν

κι άλλα πουλιά τους λένε:

"Δεν είναι κρίμα κι άδικο,

παράξενο μεγάλο, 

να περπατούν οι ζωντανοί

με τους αποθαμένους"!

 

Άκουσες Κωνσταντίνε μου

τι λένε τα πουλάκια;

Πως περπατούν οι ζωντανοί

με τους αποθαμένους.

Απρίλης είναι και λαλούν

και Μάης και φωλεύουν.

Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου

και λιβανιές μυρίζεις.

 

Εχτές βραδύς επήγαμε

πέρα στον Αϊ Γιάννη

κι εθύμιασέ μας ο παπάς

με περισσό λιβάνι.

 

Και παρεμπρός που πήγανε

κι άλλα πουλιά τους λένε:

"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα

που γίνεται στον κόσμο, 

τέτοια πανώρια λυγερή

να σέρνει ο πεθαμένος!

 

Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή

και ράγισε η καρδιά της.

Άκουσες Κωνσταντίνε μου

τι λένε τα πουλάκια;

Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά

κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν. 

 

Αφου κοντοζυγωσανε 

εις στους Αγιους Μρτυρους          συρε Αρετη στο σπιτι μας

να μπω να προσκυνησω               αν ειν γαι το προσκυνημα

κι’εγω να προσκυνησω

στην εκκλησια που μπαινω εγω γυναικες δεν εμπαινουν.  

 

 Έλα να πάμε Κωσταντή

κι απέ για γύρνα πίσω                   Συρε Αρετη στο σπιτι μας

κι’εγω’μαι απεθαμενος.                 Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του

κι απ’ εμπροστά της `χάθη.

 

Κι ακούει την πλάκα και βροντά,

το χώμα να βουΐζει.

 

Κινάει και πάει η Αρετή

στο σπίτι μοναχή της.

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς,

τα δένδρα μαραμένα

βλέπει το μπάλσαμο ξερό,

το καρυοφύλλι μαύρο, 

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

 

Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή

και τα κλειδιά παρμένα

και τα σπιτοπαράθυρα,

σφιχτά μανταλωμένα.

Χτυπά την πόρτα δυνατά,

τα παραθύρια τρίζουν.

 

Αν είσαι φίλος διάβαινε

κι αν είσαι εχτρός μου φύγε

κι αν είσαι ο πικροχάροντας,

άλλα παιδιά δεν έχω

κι η δόλια η Αρετούλα μου

λείπει μακριά στα ξένα. 

                                                              Κι’αυτη η δυστηχη ψυχη

που στεκει κι.αναμενει                 αν δεν ειδει την Αρετη

αφ’το κορμι δεν βγαινει.                                                        

 

Σήκω μανούλα μου, άνοιξε,

σήκω γλυκιά μου μάνα.

Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά

και με φωνάζει μάνα;

Άνοιξε μάνα μου,

άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν

κι απέθαναν κι οι δύο.

 

                                    ΤΕΛΟΣ

******************************

Περιβολακι

 

Μεσα σ'ωραιο περοβολακι μπαινω μ'ανθη και ροδα ητανε στολισμενο

 

Bλεπω μια λεμονια ψιλολιγνη

στη μεση που βεργολυγαν

η σκυλα για να πεσει.

 

Ζητω της λεμονιας ενα λεμονι

μου λεει αλλος τα εχει και μαλλωνει

 

Zητω της λεμονιας ακομα ενα

μου λεει αλλος τα εχει μετρημενα

 και στα τευτερια του

τα εχει περασμενα.

 

Θυμισου λεμονια πως θα γερασεις

θα μαραθεις θα κιτρινοφυλλιασεις

θα πεσουν τα ωραια σου

τα φυλλα και θ'απομεινεις

μοναχα με τα ξυλα.

 

θα'ρχεται ο κηπουρος να σε ποτιζει και θα φοβαται και πισω θα γυριζει θα'ρχοντα τα πουλια να κελαϊδησουν μα θα φοβουνται

και πισω θα γυριζουν

θα'ρχονται τα πουλια

για το δροσιο σου
μα θα φοβουνται τον εξεγυμνωμο σου

                      ΤΕΛΟΣ

 

Tο κριμα 

 

Μανα το γυιον εστολιζεν

Σαββατον ολη μερα                                             να παει στον πνευματικο

να τον ξομολογισει

την Κυριακη ξημερωμα

για να τον κοινωνησει.                                                                                                                         Σαν ειναι η Λαμπρη νωρις

στις 23 τ’ Απριλη  

πανηγυρακι γινεται

τ’ Αη Γιωργιου του Λυδη.                                                                                                                     Πανε οι νιες για το χορο

κ’οι νιοι για τα τραγουδια

πανε και τ’ αρχοντοπουλα

για να παραδιεβασουν.                                                                                                                                          

Ολοι δεναν τους μαυρους τους

σε  δαφνες και μερσινες                                     μα ‘γω ‘δεσα το μαυρο μου

σε μνημουριου γρικελι.

 

Ο μαυρος ηταν δυνατος

ηταν και παληκαρι                                               κι’ εσυρε και ξεσκεπασε

κορην απο τον αδη.                                                                                                                               Ελαμπαν τα μαλακια της

σαν το κεχρι μεταξι

και τ’ ασπρα τα χερακια της

σαν το μαργαριταρι.                                                                                                                               Εσκυψα και εφιλησα

ματακια σφαλισμενα

και παλι ξαναφιλησα

χερακια σταυρωμενα.                                                                                                                           Που πας σκυλι

που πας οβριε

που πας μαγαρισμενε  

να μαγαρισεις εκκλησιες

να κλεισεις μοναστηρια.                                                                                                                         Εσο γυιε μου το κριμα σου

δεν εχει σωτηρια

μονο να πας στην ερημο

να ζησης μ’ ερημιτες

 

Nα τρως μοναχα καστανο

το χρονο δυο σκελιδες                                       και μες στο διπλοχρονισμα

τρεις ζαχαροσκελιδες                                                                                                                                                   ΤΕΛΟΣ                                                                                                                     Μαυρος=αλογο  ,

παραδιεβασουν=παρατρεξουν                       μνημουριου γρικελι=

χαλκας σε μνημα

 

******************************

ΓΙΑΝΝΟΣ Ο ΣΚΛΑΒΟΣ                                                                                                                             

Τρία καράβια ξέβγαιναν

μέσα από την Πόλη

Τό 'να τραβάει για τ' Αϊβαλί

και τ' άλλο για την Προύσσα.

 

Το τρίτο το καλυτερο

πάει για το Βεζίρη. 

 

Ο Γιαννος το ναυτοπουλο

12 χρονια σκλαβος

 

Επήγε και σκλαβώθηκε

σε φράγκικο καράβι,

έπεσε νʼ αποκοιμηθεί, 

λίγον ύπνο να πάρει,

 

είδʼ όνειρο στον ύπνο του, 

παντρεύτʼ η καλή του                   σημερα τη γυναικα του

αλλος την ευλογαται.

 

κι από τη στεναχώρια του

βαριά αναστενάζει,

τόσο βαριά αναστέναξε,

που στάθην η Φρεγαδα

 

Κι ο καπετανιος φωναξε

κι’ ο καπετανιος λεγει

 

Ποιος είναι πʼ αναστέναξε, 

κι’εσταθην η Φρεγαδα

 

Αν είνʼ από τους δούλους μου, 

διπλά να τον πληρώσω κι αν είναι από τους σκλάβους μου,

θα τον ξελευτερώσω.

 

Κι ο Γιάννος ʽπολογήθηκε

 μέσα από το καράβι:

Εγώ 'μαι αυτός που δεν

μπορώ και βαριαναστενάζω.                                                               Ούτε πεινώ, ούτε διψώ

κι ούτε ρούχα μου λείπουν.

ημουν εννια μερων γαμπρος , δώδεκα χρόνια σκλάβος

κι εψές είδα στον ύπνο μου,

στον ύπνο που κοιμόμουν                                                              παντρεύουν τη γυναίκα μου,

μου παίρνουν την καλή μου.     Σημερα τη γυναικα μου

αλλος την ευλογαται

 

 Γιάννο, για το χατίρι σου, 

θα σε ξελευτερώσω,

βάλε τελάλη στ΄ άλογα,

σε όλα τα τσαΐρια,

ποιο είναιτʼ άξιο άλογο, 

το άξιο της αρέντας

τρεις μέρες το περπάτημα,

τρεις ώρες να το κάμει.

 

Κι όσα άλογα το άκουσαν,

έπεσαν να ψοφήσουν

κι όσες φοράδες τ΄ ακούσαν έπεσαν νʼ απορρίξουν.

 

Ένας γρίβας, παλιόγριβας, σαρανταδυοπληγιάρης:

 

Εγώ είμαι τʼ άξιο τʼ άλογο,

 το άξιο της αρέντας.

Τρεις μήνες να είναι μακριά, τρεις ώρες θα το κάμω,

 

αν μʼ αβγατίσεις το νερό 

σαρανταπέντε κούπες,

να δέσεις τη μεσούλα σου

μαζί μα τη δική μου.

 

Τυχαίνει λάκκος κι απηδώ, γκρεμός και πέφτεις κάτω.

 

Στο δρόμο που πηγαίνανε,

στο δρόμο που πηγαίνουν,

Παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέει:

 

Είθε να βρω τη μάνα μου στη βρύση που να πλένει,

να βρω και τον πατέρα μου στʼ αμπέλι να κλαδεύει.

 

Κι όπως επαρακάλεσε,

έτσι και τους εβρήκε. 

Καλη σου μέρα μπάρμπα μου, - καλώς τον τον διαβάτη.

 

Μπάρμπα, που γίνεται χαρά,

που γίνονται τα γλέντια;

Το τίνος γάμος γίνεται,

το τίνος νύφη παίρνουν;

 

Της ερημιάς, της Μπαρμπαριάς, του γιου μου του χαμένου. 

που χάθηκε μες στη φραγκιά, δώδεκα χρόνους τώρα,

που σήμερα η γυναίκα του

θα πάρει άλλον άντρα,

εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.

 

Να σφίξω ʽγω το γρίβα μου, 

το πού θα τους προφτάσω;

Αν είνʼ ο γρίβας γρήγορος τους

 φτάνεις μές στο δρόμο

κι αν είνʼ ο γρίβας άναρχος 

εκεί που στεφανώνουν.

 

Ο γρίβας βγήκε γρήγορος,

τους πρόφτασε στο δρόμο.

ωρα καλη συμπέθεροι,

καλώς τον τον διαβάτη.-

Πως το ʽχετε στον τόπο σας 

τη νύφη να κεράσω;-

 

Εμείς στον τόπο τοʼ χουμε 

τη νύφη να κερνάμε,

άλλος με γρόσια και φλωριά

κι’ άλλος δαχτυλίδια.

 

Το δαχτυλίδι έβγαλε,

στέκει και την κερνάει.

Η νύφη ήξερε γράμματα

στέκει και το διαβάζει.

 

Αυτός όπου με κέρασε

τούτη την αρραβώνα 

είναι ο πρώτος άντρας μου·

 το πρώτο μου στεφάνι,

στην αγκαλιά του ρίχτηκε,

στο γριβα τηνε βάζει. 

 

 - Έχετε γεια, συμπέθεροι,

γαμπρέ σαν το γομάρι,

όσο να πούνε, που ʽναι τος,

 πήρε σαράντα ράχες,

κι όσο να πούνε πιάστε τον,

κι άλλες σαρανταπέντε.                                                                                               ΤΕΛΟΣ

****************************

 

 Απο το ΑΛΦΑ θα τα πω

ολα τα βασανα μου

 

Από το

-Άλφα θα τα πω                                     

όλα τα βάσανά μου                                        

όλα τα κασαβέτια μου    

και τα παράπονά μου.                                               

-Άλφα λεν το πρώτο γράμμα                                    

-Βιόλα μου και μαντζουράνα.                                     

 

Βήτα Βλέπεις το το δεντρί

το αστραποκαμένο

έτσι είμαι εγώ που σ’ αγαπώ

κι αγάπη δε προσμένω.

-Βήτα βέβαια στο λέω,

πως για σε πονώ και κλαίω

-ότι να σε πάρω θέλω.

 

Γάμα γίνου που δύνασαι

γιατρός εις την πληγή μου

μην θες να γίνεις αφορμή

να χάσω τη ζωή μου.

-Γάμα γίνομαι κομμάτια

για τα δυό σου μαύρα μάτια.

 

Δέλτα δεν έπρεπε σκληρά

αιτία να μου δώσεις,

να με ποτίσεις βάσανα

και να με θανατώσεις.

-Δέλτα δε σου φανερώνω

-της καρδούλας μου το πόνο.

 

 

Έψιλον Έστρεψα με

σε όλο το λογισμό μου

κι αντίς να βρώ το φάρμακο

βρήκα το θάνατό μου.