Το σουξέ του εσπερινού
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τα Νέα” στις 16 Αυγούστου 2012)
Διήγημα:
Καφενείον «Η Ακρόπολις»,
χωρίον Παρπαριά,
ορεινό και της αγόνου γραμμής,
Χίος βορειοδυτική και έρημη,
Αυγούστου 14η, παραμονή της Παναγιάς, σωτήριον έτος 2000 και ώρα περί την πέμπτη απογευματινή.
Μόλις έχω καθήσει στο ένα από τα δύο τραπέζια που βρίσκονται δεξιά κι αριστερά της πόρτας του καφενέ, στην άκρη του δρόμου. Η πλάτη ακουμπάει στον τοίχο σαν σαύρα που φυλάγεται από τον καυτό ήλιο. Η ευεργετική δροσιά της θάλασσας είναι πλέον παρελθόν μετά την επί αρκετά χιλιόμετρα διαδρομή μέχρι το χωριό. Εχω παραγγείλει τα συνήθη. Σούμα με σαλάτα, τυρί κατσικίσιο και μια ομελέτα με πατάτες, όλα ντόπιας παραγωγής και μερακλίδικης παρασκευής. Αναμένω τον φίλο μου τον παπα-Γιάννη να φανεί, να κάτσει παρέα μου, να πιούμε καμιά, όπως κάναμε συχνά εκείνο τον καιρό, χειμώνα – καλοκαίρι. Εκανε πάντα καλή παρέα ο παπα-Γιάννης διότι ήτανε του δόγματος πως άλλα λέμε στην εκκλησιά κι άλλα στο καφενείο.
Το ‘τσουζε κιόλας, ήτανε και μερακλής σε όλα του. Μια χαρά.
Καθόμουνα λοιπόν και τσιμπολογούσα μέχρι να φανεί, ήξερα πως ήτανε η ώρα του, εξάλλου μόλις έβγαινε από το τσαρδί του, στο καφενείο ερχότανε, δε χρειαζότανε ούτε ραντεβού ούτε ειδοποιήσεις.
Δεν λάθεψα καθόλου. Σε λιγάκι να τον και φάνηκε από την άκρη του δρόμου. Μα ήτανε αλλιώτικος, όχι όπως κάθε φορά που ερχότανε στο καφενείο. Δεν φορούσε εκείνο το τριμμένο ράσο το καθημερινό αλλά ένα μαύρο παπαδίστικο κανονικό και στο χέρι του κρατούσε ένα βαλιτσάκι σαν γιατρός. Γιαννάκη, είπε μόλις έκατσε δίπλα μου να ξαποστάσει, σήμερα έχουμε δουλειά, δεν έχει καφενείο. Μιλούσε πολύ όμορφα, χωριάτικα, όλα τα γράμματα ακουγόντανε στην προφορά του, ιδίως το διπλό ν στο όνομά μου μ’ άρεσε πολύ να το ακούω από το στόμα του. Σήμερα είναι παραμονή της Παναγιάς κι έχω να κάμω εσπερινό στην Παγούσαινα, μου ‘πε και έκανε να σηκωθεί διότι κοίταξε το ρολόι του και επιβεβαίωσε πως δεν ύπαρχε καθόλου χρόνος για χάσιμο.
Και πώς θ’ ανέβεις ίσαμε κει απάνω,
τον ρώτησα.
Η Παναγιά η Παγούσαινα είναι μια εκκλησιά σχεδόν κατάκορφα στο βουνό, εφτά χιλιόμετρα χωμάτινος δρόμος από κει που καθόμασταν και πήρε το όνομά της από τους πάγους που κάθε χειμώνα ασπρίζουνε τον τόπο ολόγυρα, μα λειτουργιέται μοναχά τα καλοκαίρια, μες στην κάψα του ήλιου, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου σαν όλες τις
Παναγιές του Αιγαίου.
Με κοίταξε για μια στιγμή μες στα μάτια μισοκαθιστός – μισοόρθιος. Δεν με πας εσύ με το αμάξι, μου ‘πε κι ήξερε ότι δεν πρόκειται να του αρνηθώ μια τέτοια εξυπηρέτηση. Κατέβασα τη σούμα στα γρήγορα και κινήσαμε για πάνω. Στον δρόμο συναντούσαμε γερόντισσες του χωριού που ανεβαίνανε κι αυτές στηριγμένες στις μαγκούρες τους για να είναι παρούσες στον εσπερινό.
Σαν φτάσαμε, μ’ έβαλε ο παπα-Γιάννης να χτυπήσω αμέσως την καμπάνα και μου ‘κανε την τρομερή ερώτηση που δεν σήκωνε κανενός είδους περιστροφές στην απάντησή της: Να διαβάζεις ξέρεις;
Ξέρω, του είπα.
Ε, τότε ξέρεις και να ψέλνεις, κάτσε στο ψαλτήρι να με βοηθήσεις διότι δεν έχω άλλονε.
Τα περιθώριά μου για να αντιδράσω ήτανε πολύ στενά, σχεδόν ανύπαρκτα. Οι γερόντισσες του χωριού είχανε ήδη πιάσει στασίδι και ο παπάς κινούσε για το ιερό δείχνοντάς μου με το χέρι τη θέση του δεξιού ψάλτη που ήτανε ορφανή και με περίμενε.
Ιδρωνα σούμα. Στάθηκα έτσι, με το μαγιό και τις παντόφλες πίσω από το ψαλτήρι κι άνοιξα ένα μεγάλο βιβλίο στην τύχη. Ο παπάς έβαλε ευλογητός. Σε λίγο βγήκε από το ιερό, ήρθε δίπλα μου και μου έδειξε τι πρέπει να λέω. Ξανάφυγε. Εγώ έκανα πως διαβάζω, έκανα πως ψέλνω και οι γριούλες από κάτω σταυροκοπιόντουσαν και είχανε μια τρομερή κατάνυξη στα μάτια και συστολή στο κορμί τους. Κάθε τόσο έβγαινε ο παπα-Γιάννης από την ωραία πύλη και μου ‘λεγε «γύρνα σελίδα» ή μου ‘δινε κατευθύνσεις ήχων «πιάσε πλάγιο δεύτερο». Δεν καταλάβαινα βεβαίως τίποτα. Εκανε εκείνος την αρχή στον ψαλμό κι εγώ συνέχιζα από πίσω κακήν κακώς ίσαμε το τέλος. Οι χριστιανές από κάτω να κάνουνε τους σταυρούς όλο και πιο μεγάλους σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μην βλέπουνε τίποτα παράξενο στον ψάλτη με το μαγιό και τις παντόφλες, σαν να ‘ναι όλα όπως πρέπει.
Εφτασα στο σημείο να αναρωτιέμαι αν με κοροϊδεύουνε, αλλά το απέκλεισα τελείως αυτό το ενδεχόμενο διότι ήτανε μεγάλες γυναίκες και με τον φόβο του Θεού να φαίνεται στα μάτια και στη στάση του κορμιού τους.
Τσάτρα πάτρα πέρασε σχεδόν ολόκληρος ο εσπερινός κι ήρθε η ώρα της αρτοκλασίας. Βγήκε ο παπα-Γιάννης από το ιερό και πήγε στο κέντρο της εκκλησιάς να ευλογήσει τους πέντε άρτους. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» έπρεπε να πω, το ‘πε εκείνος πρώτος και ύστερα γύρισε και με κοίταξε για να συνεχίσω. Το είπα εξαιρετικά, ενθουσιάστηκα κι εγώ με τον εαυτό μου.
Παπά, αυτό το κουμμουνιστικό μ’ αρέσει, αναφώνησα μόλις τέλειωσα, να το ξαναπώ;
Τρεις φορές, μου λέει, καθώς στεκότανε εκεί μπροστά στους άρτους. Ε, ρε γλέντια. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Το είπα τρις και ευφράνθηκε η ψυχούλα μου.
Ο εσπερινός της Παναγιάς έλαβε τέλος. Οι γερόντισσες ήρθανε μια μια κοντά μου, με χαιρετίσανε και μου είπανε και του χρόνου παιδί μου, καλύτερος ψάλτης δεν πέρασε ποτέ από την Παγούσαινα, να μας έρθεις και αύριο το πρωί στη θεία λειτουργία, να μας έρχεσαι κάθε χρόνο, τις κοιτούσα και είχα ακόμα μια αμυδρή αίσθηση ότι με δουλεύουνε δίχως να ντρέπονται γριές γυναίκες, μα είχα και στο στόμα μου ακόμα τη γεύση της επιτυχίας από το τελευταίο τροπάριο, το σουξέ της βραδιάς. Ημουνα πολύ περήφανος που τα έφερα όλα αισίως εις πέρας και μάλιστα με τόσο τέλεια κορύφωση.
Σε λίγο η εκκλησιά άδειασε. Φύγανε όλες τους και πήγανε πίσω στο χωριό για να ανηφορίσουνε ξανά την άλλη μέρα το πρωί στη χάρη Της. Ο παπα-Γιάννης με πλησίασε, πήρε ένα ύφος πολύ σοβαρό και, σαν να έκανε μια διαπίστωση πολύ σημαντική ή σαν να έβγαλε ένα αποτέλεσμα από κάποιο μακροχρόνιο και δύσκολο πείραμα, έσκυψε στο αυτί μου και μου είπε με σιγανή αλλά σταθερή φωνή και με το διπλό το ν ακόμα πιο έντονο «Γιαννάκη, σκατά εσπερινό κάμαμε».
Η ψαλτική μου τέχνη έληξε άδοξα εκείνη την παραμονή της Παναγιάς. Την επόμενη μέρα, στην πανηγυρική λειτουργία είχανε φέρει ψαλτάδες από την πόλη. Καμιά από τις χτεσινές γυναίκες δεν με αναζήτησε, ούτε καμιά διαμαρτυρήθηκε έστω και «για τα μάτια» για την απουσία μου από τη θέση του δεξιού ψάλτου.
Και του χρόνου σε όλους.
Ο Γιάννης Μακριδάκης είναι συγγραφέας. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι η «Αλωση της Κωνσταντίας» (2011) και το «Ζουμί του πετεινού» (2012), από την «Εστία»