Κωνσταντίνος Κατσιγιώργης
Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κατσιγιώργης είδε το φως του ήλιου το 1914 στο χωριό Παρπαριά της μυροβόλου και αγιοτρόφου Χίου. Μόλις ένδεκα ετών ήλθε στο πολυφημισμένο Άγιον Όρος. Προσήλθε στο Κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου της Κερασιάς το 1925. Εκεί μόναζε ο ενάρετος θείος του ιερομόναχος Αθανάσιος (+1935), που μαζί με τον οσιώτατο Γέροντά του Ιερόθεο (+1902), είχαν έλθει στην Κερασιά από τη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ψαρών το 1885. Η συνοδεία συνολικά αποτελείτο από εφτά πατέρες. Διακρίνονταν όλοι για τη μεγάλη τους αγωνιστικότητα, την εγκράτεια, την άσκηση, τη σκληραγωγία και την αυταπάρνηση. Δεν κατέλυαν λάδι επί χρόνια και τους έλεγαν «αλάδωτους».
Ο νεαρός Κωνσταντίνος εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Μακάριος το 1930. Οι πατέρες του Κελλιού υπήρξαν θαυμάσιο πρότυπο για τον π. Μακάριο. Τον συνέδραμαν να τους μιμηθεί και να τους ξεπεράσει. Κατά γενική ομολογία απέκτησε ταπείνωση, πραότητα, αδοξία, αταραξία και ησυχία. Το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος, κατά την ημέρα των εγκαινίων του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, από τον εφησυχάζοντα στα Βουλευτήρια μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (+1956). Το 1941 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Όταν εκοιμήθη ο τελευταίος Γέροντας της συνοδείας τους, ο ιερομόναχος Ιερόθεος (+1973), ανέλαβε γεροντικά καθήκοντα ο ιερομόναχος Μακάριος.
Το 1977 ο Γέροντας Μακάριος με τους υποτακτικούς του, μοναχούς Συμεών (Κατσιγιωργης Σταματης) και Κοσμά, (Γεωργιος Χειλας) κατήλθε από τη δυσπρόσιτη Κερασιά στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου της σκήτης της Αγίας Άννης. Οι εκεί έριδες των ζηλωτών τους είχαν κουράσει. Ο παπα-Μακάριος συνέχισε να καλλιεργεί φιλότιμα την αρετή της φιλοξενίας. Οι αρετές του τον έκαναν σεβαστό και αγαπητό σε όλη τη σκήτη. Το φιλάρετο της ζωής του εντυπωσίαζε τους πάντες. Μετά από προσκύνημά του στα Ιεροσόλυμα ασθένησε βαριά. Υπέμεινε την ανίατη ασθένειά του δοξολογικά έως της μακαρίας τελευτής του, στις 20.2.1983.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Ανθίμου Αγιαννανίτου ιερομ., «Αγία Άννα» το ιερό βήμα του Άθωνα, Άγιον Όρος 1992, σσ. 94-95. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ., Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω, Άγιον Όρος 20013, σ. 134.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.1053-1054