ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ / ΒΌΛΤΑ ΣΤΑ ΠΑΛΙΆ
Η Ρίζες μας
Πρόλογος
Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παλαιά, αλλά και για την παράδοση, τα έργα και τον τρόπο ζωής ανθρώπων, δηλαδή, για παλαιά που έχουν φτάσει στη σύγχρονη εποχή.
Κάθε λαός πρέπει να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που του έχει παραδοθεί από το παρελθόν του. Η παράδοσή του έρχεται από εποχές μακρινές κι όχι τόσο γνωστές ίσως. Η λαογραφία, χωρίς να ζητεί διόλου από τους ανθρώπους να γυρίσουν στο παρελθόν - αυτό άλλωστε είναι κάτι αφύσικο και αδύνατο - μας βοηθάει να γνωρίσουμε τη λαϊκή μας παράδοση. Η πρώτη ιστορική γνώση, που πρέπει να ερευνά και να κατέχει ο άνθρωπος, είναι η ατομική και η οικογενειακή του ιστορία, καθώς και η ιστορία του τόπου του. Στις σελίδες που ακολουθούν, θα βρείτε μερικά απομεινάρια για την λαογραφία της Παρπαριάς, αλλά σίγουρα θα υπάρχουν πολλή περισσότερα που δεν γνωριζουμε. Καθήκον μας είναι η συλλογή και μελέτη των λαογραφικών θησαυρών, οι οποίοι διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας και έχουμε υποχρέωση να τους περισώσουμε και να τους ασφαλίσουμε από το πέρασμα του χρόνου και από τις αλλαγές της σύγχρονης ζωής, αντλώντας διδάγματα.
Σε αυτό το λαογραφικό έργο, θα ήθελα όλων την συμμετοχη και την βοηθεια για ότι γνωρίζεται, η ότι έχετε ακούσει, και αν είναι δυνατόν να ζητήσετε την συμμετοχή των γονέων σας και παππούδων σας. Επίσης θα ήθελα αν γνωρίζετε κάτι διαφορετικό από αυτά που θα διαβάσετε να μας διορθώσετε.
Τα πιο παλιά χρόνια στον τόπο μας δεν υπήρχαν καθόλου συγκοινωνίες, αυτοκίνητα, δρόμοι και οι άλλες ανέσεις που υπάρχουν σήμερα. Ούτε ράδια ούτε τηλεοράσεις ούτε ψυγεία ούτε τηλέφωνα ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό ζούσε στην απομόνωση. Η διασκέδαση έλλειπε παντελώς. Δεν υπήρχαν τότε ταβέρνες και κέντρα διασκέδασης, μόνο τα καφενεία, που σύχναζαν οι άντρες μετά την δουλειά. Όλοι μικροί και μεγάλοι έδιναν την καθημερινή τους βιοπάλη και το δικό τους αγώνα, κυρίως για να επιβιώσουν και να ζήσουν. Σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με την τροφή και την ενδυμασία τους τα παρήγαγαν και τα έφτιαχναν μόνοι τους. Οι άνθρωποι ήταν εκ των πραγμάτων και αναγκαστικά, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, τσαγκάρηδες, ραφτάδες και ό, τι άλλο τους πίεζε η ίδια η ανάγκη.
Ζούσαν μια ζωή σκληρή και δύσκολη. Μέχρι την εποχή του 1960 η κάθε οικογένεια του χωριού είχε τα ζώα της, το αλεύρι της, τα σύκα της, τον κήπο της , τα όσπρια της, το κρέας της, τις ελιές της, το λαδι. Τα σπίτια ζεσταίνονταν (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) από το τζακι, κσιλοσομπα, και μαγκάλι.
Θερμαντικό σώμα με την καύση ξυλοκάρβουνων και πυρήνα δηλαδή τα αποξηραμένα και θρυμματισμένα κουκούτσια από τις ελιές . Με τα υπολείμματα λαδιού που έκρυβαν ακόμη μέσα τους έκαιγαν αργά, αθόρυβα και δίχως φλόγα εκπέμποντας την ζέστη τους για πολλές ώρες. Το μαγκάλι έπαιρνε την θέση του στο κέντρο του δωματίου και γύρω του καθόταν η οικογένεια, τα πόδια ζεσταίνονταν αλλά η πλάτη πάγωνε, ανασκάλευαν την πυρήνα με την μασιά, που κρεμόταν μόνιμα στο χερούλια να δυναμώσει η ζέστη.
Ασχολίες των κατοίκων στo χωριό
Δύο ήταν παλιά οι κύριες ασχολίες των κατοίκων του χωριού : η γεωργία και η κτηνοτροφία. Άλλα επαγγέλματα τα εξασκούσαν λίγοι. Γράμματα μάθαιναν ελάχιστοι γιατί αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα με τη συγκοινωνία καθώς και πρόβλημα επιβίωσης ζούσαν με ότι μπορούσε να τους προσφέρει το άμεσο περιβάλλον τους.
Με τη γεωργία επίσης αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες. Τα περισσότερα χωράφια ήταν γεμάτα πέτρες και βρίσκονταν στις πλαγιές των βουνών. Πάλευαν συνεχώς με το κακοτράχαλο και σκληρό περιβάλλον, το μόνο υλικό που υπήρχε σε αφθονία, ήταν πέτρες! Τις μάζευαν μία-μία για να καθαρίσουν τα χωράφια και να τα καλλιεργήσουν, και με αυτές έκαναν πεζούλες και χώριζαν τα χωράφια τους. Άλλη μια ασχολία ήτανε οι κηποι , τον χειμώνα φυτευαν πατάτες, την άνοιξη κρεμμύδια, και ντοματάκια άνιδρα, τα οποία περνουσαν με σπάγκο και κρεμούσαν στα ταβανια τον σπιτιών για τον χειμώνα. Tο καλοκαίρι φύτευαν διάφορα κηπουρικά.
Το όργωμα γινόταν με το αλέτρι που το έσερναν οι αγελάδες. Τους σπόρους τους έριχναν στα χωράφια με τα χέρια. Λιπάσματα δεν χρησιμοποιούσαν. Αντί για αυτά έριχναν στα χωράφια κοπριά. Τα συνηθισμένα προϊόντα που καλλιεργούσαν ήταν τα ρεβίθια, κουκιά, και το σιτάρι, που τους εξασφάλιζε το ψωμί της χρονιάς. Το στάρι το έδεναν δέματα και τα συγκέντρωναν όλα μαζί για να λιαστούν. Μετά το λιάσιμο ακολουθούσε το αλώνισμα.
Αυτό γίνονταν σε στρογγυλά αλώνια,
αφαιρούσαν τα άχυρα και το λίχνιζαν.
Στη συνέχεια το αποθήκευαν η το πήγαιναν στον μύλο για άλεσμα να κάνουν αλευρι.
Άλλη μια ασχολία ήτανε δενδροκομία, και τα αμπέλια. Στην πλειοψηφία τους ήταν ελιές, αμυγδαλιές, συκιές, και παρείχαν προϊόντα "μακράς διάρκειας" αποξήρανση (σύκα και αμύγδαλα) ελιές και το λάδι. Τα ζώα τους ήταν αρνιά, κατσίκια, αγελάδες, κότες, γουρούνια, γαϊδούρια, και μουλάρια, τα οπια τους απασχολούσαν όλες τις μέρες του χρόνου.
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η ζωή τους ήταν δύσκολη και κουραστική. Δεν έκαναν μόνο τις δουλειές του σπιτιού αλλά δούλευαν και στα χωράφια. Έπρεπε να σκουπίσουν , να καθαρίσουν το σπίτι, να πλύνουν, να ετοιμάσουν το φαγητό, να υφάνουν, να πλέξουν, να κεντήσουν, να ράψουν, να αρμέξουν τα ζώα, να ταΐσουν της κότες να της ανοίξουν το πρωί και να της μανδρίσουν το βράδυ για να της προφυλάξουν από της αλεπούδες, να τυροκομήσουν, να ζυμώσουν, και φυσικά να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Kουραστική δουλειά ήταν και το άρμεγμα των ζώων. Την έκαναν όμως με χαρά γιατί μάζευαν το γάλα, από το οποίο έφτιαχναν το τυρί, τη μυζήθρα, και την κοπανιστή. Έπλυναν έξω στη σκάφη. Καθάριζαν
τα ρούχα με αλισίβα και πράσινο σαπούνι που έφτιαχναν οι ίδιοι αλλά πριν το νερό
έρθει στο χωριό έπλεναν στην απέσσο βρύση.
Άλλη ασχολία ήταν το πλέξιμο με τις βελόνες. Έπλεκαν κάλτσες, φανέλες, μπλούζες.
Από μικρή ηλικία μάθαιναν να κεντούν.
Αρκετές ήξεραν να ράβουν.
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Στο χωριό υπήρχε ένα σχολείο το όπιο ήταν δημοτικό με έναν η δύο το πολύ δάσκαλους για όλες της τάξης. Τότε κάναν πολλα παιδιά, και τα παιδιά από ότι άκουσα τότε ήταν περισσότερα από 100 στο σχολείο του χωριού. (1951-1956 120 παιδιά)
Εκτός από το σχολείο τους τα παιδιά βοηθούσαν για τις δουλειές στο σπίτι, κήπο, στο χωράφι αλλά και στη βοσκή, και γενικότερα τη φροντίδα των ζώων. Για την βοσκή αργότερα καθιέρωσαν το λεγόμενο <<Μερολοϊ >>
Αποτέλεσμα μετά από το σχολείο και της δουλειές να μένει ελάχιστος ή και καθόλου χρόνος να παίξουν μεταξύ τους, τα μαθηματα τους τα έκαναν αργά το βράδυ με το φως λάμπας πετρελαίου.
Τα παιχνίδια που έπαιζαν συνήθως ήταν παιχνίδια που
έφτιαχναν μόνα τους τα παιδιά, παιχνίδια εντελώς ξεχασμένα όπως το ξυλίκι που έχουν ξεχαστεί τελείως και που αποτελούν παιχνίδια που πρέπει να διασωθούν και να μελετηθούν πλέον σαν παράδοση.
Οικιακά αντικείμενα καθημερινής χρήσης των προγόνων μας
Σταμνα μεταφέρανε
το νερό στα σπίτια
Μπουρμπούλι
για ποσιμο νερο
Κιούπι -Σφίδα
αποθηκεύουν το τυρί και λαδι.
Το βρυσάκι είναι ένας παραδοσιακός νιπτήρας
ΤοΠαραδοσιακό Φανάρι Φαγητού ήταν ότι είναι
για εμάς το ψυγείο
Φανάρι. Ήταν απαραίτητο για τα βράδια στο ύπαιθρο.